ἀποπάτει

ἀποπάτει
ἀ̱ποπάτει , ἀποπατέω
retire to ease oneself
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἀποπατέω
retire to ease oneself
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἀποπατέω
retire to ease oneself
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἀποπατέω
retire to ease oneself
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἀποπατέω
retire to ease oneself
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποπατεῖ — ἀποπατέω retire to ease oneself pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποπατέω retire to ease oneself pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποπατέω retire to ease oneself pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • κουραδομηχανή — η (υβριστικά) 1. άτομο που αποπατεί συνεχώς, χεζάς 2. μτφ. ανάξιος λόγου, άχρηστος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • μεσσηγυδορποχέστης — μεσσηγυδορποχέστης, ὁ (Α) (κωμική λέξη) αυτός που αποπατεί πολλές φορές στο μέσον δείπνου, για να μπορεί να ξαναγεμίζει πάλι την κοιλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσηγύ(ς) «ανάμεσα» + δόρπον «γεύμα δείπνο» + χέστης] …   Dictionary of Greek

  • σκωραμίς — ίδος, ἡ, Α δοχείο για να αποπατεί κάποιος, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + ἀμίς «ουροδοχείο»] …   Dictionary of Greek

  • σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… …   Dictionary of Greek

  • χέστης — ο, θηλ. χέστρα και χεζού και χεσού, Ν [χέζω] 1. άτομο που αποπατεί συχνότερα από το κανονικό 2. μτφ. πολύ φοβιτσιάρης, πολύ δειλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”